ΦΑΤΣΟΝΙ το μαύρο Λαμπραντόρ

(Διήγημα: Κυκλάδες 1982)

Στον Δημήτρη

Τον είδα με τα μάτια μου να μπαίνει στη θάλασσα και να ξανοίγεται κολυμπώντας σα φώκια, με τη γυαλιστερή του μαύρη ράχη μια έξω μια κάτω απ΄ το νερό, ολόισια κατά τον Αη Νικόλα σαν τορπίλη.

Έπινα στροφιλιά στον παραλιακό καφενέ, πέντε μέτρα από ΄κει που τέλειωνε η στενή άσφαλτο και άρχιζε η κορδέλα της αμμουδιάς. Μασουλώντας χταπόδι λιαστό χτυπούσαμε τα πούλια στο τάβλι με την παλιά μου αγάπη – ποιος έχανε, ποιος κέρδιζε, αδιάφορο.

Νοέμβρης, Κυκλάδες, αντηλιά. Είχε φύγει ο τουρίστας και το μελτέμι, απομείναμε μονάχοι περιμένοντας το χειμώνα και τις βροχές που αργούσαν. Κι όταν έρχονταν, κυλούσε το λιγοστό χώμα απ΄ τα χωράφια στη θάλασσα, σφάλιζαν τα σπίτια, έφευγαν οι άνθρωποι για τις πολιτείες και λιγόστευαν οι αναμμένες καμινάδες και τα καρβέλια στο φούρνο του χωριού.

Τα φίδια και οι χελώνες είχανε αποκοιμηθεί πια. Οι σαύρες και τα σαμιαμίδια ξεμυτίζανε μόνο καταμεσήμερο, παίζανε τις γλώσσες τους στον αέρα, ρουφούσανε τ΄ αλάτι και κρύβονταν γοργά. Που και που φουντάριζε στον όρμο κανένα φουσκωτό του Ναυτικού με πέντε-έξι έφεδρους σε άσκηση. Τρώγανε, πίνανε και φεύγανε μετά, ντυμένοι τις λαστιχένιες στολές τους σαν εξωγήινοι. Γι΄ αυτούς κρατούσε ο Αντώνης τον καφενέ ανοιχτό. Και για τους ψαράδες, που τους έπιανε ο καιρός και δεν μπορούσανε να δέσουν τα καΐκια στο λιμάνι της χώρας. Τα βράδια κατεβαίνανε μερικοί ντόπιοι και μια φορά το μήνα περνούσε κι από ΄δω ο τυφλός ο Ηλίας με το βιολί του, ανάβαμε το τζάκι και σέρναμε τα νησιώτικα ως το ξημέρωμα.

Δε μού ΄κανε καρδιά να το κουνήσω από Νοέμβρη μέχρι Μάρτη: μετά αρχίζαν να φτάνουνε με τις ντουζίνες οι Γερμανοί, κι έπαιρνα των ομματιών μου για την Αθήνα. Αγόρασαν τους ανεμόμυλους στο φρύδι του λόφου, αγόρασαν τους περιστεριώνες, αγόρασαν φούρνους και περιβόλια, έκαναν τα κατώγια γκαράζ και απλώσαν σαιζ-λογκ στα λιακωτά.

Τρεις μήνες το χρόνο ρουφούσανε τον ήλιο σα χλωμές βδέλλες και μετά γυρίζανε στις σκυθρωπές τράπεζες, στα μουχλιασμένα τα γραφεία τους στο βοριά, μας ξεχνούσαν και τους ξεχνούσαμε…

Αλλά κανείς δεν μπορούσε να ξεχάσει το Δημήτρη, που πελεκούσε την πέτρα και έφτιαχνε αγγέλους για τα μνήματα, δελφίνια μαρμάρινα για τις βρύσες και ψιλοκεντημένα υπέρθυρα. Έβηχε απ΄ τη σκόνη στα πνευμόνια του κάθε φορά που γελούσε. Και γελούσε συχνά με το βήχα του και με το θάνατο, κάπνιζε πολύ και αδυνάτιζε και όλοι λέγανε κάθε χειμώνα πως δε θα την έβγαζε, με την υγρασία που πότιζε τα σοκάκια μας.

Αλλά ο Δημήτρης έζησε τριανταδυό χειμώνες και από τα χέρια του βγαίνανε πουλιά και λουλούδια σκαλισμένα στο γρανίτη. Και κάθε φορά που πέθαινε κάποιος γέρος στο χωριό όλοι αυτό σκεφτόμασταν κρυφά, τι θα σκάρωναν πάλι τα χρυσά τα χέρια του για το νεκροταφείο και ξεχνούσαμε το πένθος, χαιρόμασταν που οι θάνατοι γίνονταν αφορμή να γεννηθεί τόση ομορφιά αθάνατη…

Ο Δημήτρης ήτανε ορφανός και ανύπαντρος, δεν ήθελε να παντρευτεί με προξενιό.

Περίμενε Εκείνη. Μόνο το Φατσόνι τον συντρόφευε παντού, τον έπαιρνε από πίσω ζωηρό- ζωηρό, τον παράστεκε νυσταλέο ως το πρωί όταν καταγινόταν μ΄ ένα κομμάτι μάρμαρο και δεν έλεγε να σταματήσει, κουνούσε την ουρά του σε κάθε βλέμμα και χαμόγελο του κυρού του. Άνοιγε και αυτουνού τ΄ ολόμαυρο γυαλιστερό μούτρο σ΄ ένα χαμόγελο ρόδινο και λευκό, όλο δόντια και γλώσσα, χαρούμενο.

Το Φατσόνι ήτανε σκύλος. Τι σκύλος δηλαδή, σκύλαρος και μάλιστα από σόι: Λάμπραντορ καθαρόαιμο, με κεφάλι χοντρό και καλοσυνάτο, πόδια γερά και ολόισια σα λαμπάδες, πατούσες σαν κουπιά, ουρά σαν καραβόσκοινο και κορμί σα σκυλόψαρο, λαστιχένιο και σφιχτό.

Είχε γεννηθεί πάνω σ΄ ένα κότερο που έδεσε για το καλοκαίρι στο νησί. Ο Δημήτρης είχε πιάσει φιλίες με τους ξένους, Καναδοί ήτανε που περνάγανε τα καλοκαίρια στις θάλασσες με τα παιδιά και τα σκυλιά τους. Το Φατσόνι μικρό είχε μια κεφάλα διπλάσια απ΄ τ΄ αδέρφια του κι ήτανε το μόνο μαύρο αρσενικό κουτάβι της γέννας. Κοίταξε μια φορά μέσα στα καστανά, ζεστά του μάτια ο Δημήτρης κι αυτό ήτανε: βρήκε το σκύλο της ζωής του. Έφυγε το κότερο, μα το Φατσόνι έμεινε στο νησί. Και πέρναγε καλά. Κολυμπούσε όσο τράβαγε η ψυχή του, έτρεχε δίπλα στο ποδήλατο του Δημήτρη, έτρωγε φέτα απ΄ τα κατσίκια και κοτόσουπα και ήρθε κι έγινε, τριώ χρονώ τώρα, ένα λεβεντόσκυλο που το καμάρωνε όλο το χωριό. Έλαμπε η γούνα του σαν της φώκιας, αστράφταν οι γλυκές ματάρες του οι ευτυχισμένες, το μουσούδι το εύθυμο λαμποκοπούσε χαρά και ζωή. Αντίθεση μεγάλη με το Δημήτρη, που ήτανε ξανθός και αδύνατος αλλά, οι δυο τους ακόμα ένα ζωντανό παράδειγμα πως τ΄ αντίθετα αγαπιούνται.

Τότε ήτανε που χτύπησε την πόρτα του Δημήτρη η τύχη: ήρθαν και τον γύρεψαν απ΄ το Ίδρυμα, να πάει λέει για τρεις μήνες στην Αμερική, να δώσει σεμινάρια για τη μαρμαρογλυπτική στην παροικία της Βοστώνης. Και πήγε. Πήρε και το Φατσόνι μαζί, όλα τα έξοδα πληρωμένα απ΄ τους πατριώτες της ξενιτιάς.

Ο Δημήτρης έπιασε επιτέλους την καλή. Αντί για τρεις μήνες, έκατσε έξι. Κι όταν γύρισε, έφερε και τη γυναίκα του στο νησί: Μια Ελληνο-αμερικανίδα μελαχροινή, παχουλή, νόστιμη που τ΄ άλλαξε όλα στη ζωή του. Ανακαινίσανε το πατρικό του σπίτι, αγοράσαν αυτοκίνητο, τηλεόραση και βίντεο, καλούσανε κόσμο καλό και φιλότεχνους απ΄ την Αθήνα, σπουδαγμένους και πετυχημένους ανθρώπους. Γίνανε της καλής κοινωνίας κόσμος.

Τέρμα οι βόλτες δίπλα στο ποδήλατο για το Φατσόνι, τέρμα οι ξάπλες στο ράντζο πλάι στου Δημήτρη το κρεβάτι το παλιό. Στην αρχή, εξορίστηκε έξω απ΄ την κάμαρη. Δεν τον ένοιαξε και πολύ τον ξένοιαστο σκύλο που λίγο αργότερα τον βάλανε σ΄ ένα σπιτάκι στον κήπο. Δεν του κακοφάνηκε ούτ΄ αυτό, του έφτανε που τριγύρναγε στα πόδια του Δημήτρη όλη μέρα στο εργαστήρι και έπαιρνε το ζευγάρι από πίσω στις βόλτες τ΄ απογεύματα.

Τότε έμεινε έγκυος η Αφροδίτη κι η μοίρα του σκύλου χαράχτηκε αμετάκλητη. Ο Δημήτρης πρόβαλε αντίσταση, όσο μπορούσε η καλόβολη και φιλήσυχη φύση του. Αλλά η γυναίκα ήτανε καλομεγαλωμένη, έξυπνη, δυνατή – κι είχε στην κοιλιά της το παιδί τους. Δε γινότανε ν΄ αλλάξει το γραμμένο…

Ο Δημήτρης κίνησε μια μέρα για τον όρμο με το Φατσόνι. Μπήκε στον καφενέ, παράγγειλε στροφιλιά για τον ίδιο και κατσικίσια φέτα με λάδι για το σκύλο, όπως πάντα. Ζήτησε του Αντώνη να κάτσει μετά το σερβίρισμα, μιλήσανε αρκετή ώρα.

Όταν έφυγε ο Δημήτρης, έφυγε μόνος. Οι ώμοι του ήτανε σκυφτοί. Ο Αντώνης είπε πως δάκρυσε κιόλας. Αλλά ο σκύλος έμεινε μαζί μας. Στην αρχή, δεν κατάλαβε. Πήγε να τον ακολουθήσει, χαρούμενος όπως πάντα, κουνώντας τη χοντρή ουρά του.

Δυο- τρεις φορές ανέβηκε μέχρι το σπίτι, βρήκε την αυλόπορτα κλειστή. Έκλαψε, περίμενε, ξάπλωσε στο κατώφλι, πρώτη φορά στη ζωή του μελαγχολικός. Μετά γύρισε πίσω αργά… Ήτανε βαρύς τον πρώτο καιρό, ξάπλωνε κοιτάζοντας τη θάλασσα ώρες. Ο Δημήτρης δεν κατέβηκε άλλο στον όρμο εκείνο το καλοκαίρι. Το Φατσόνι δέχτηκε τη μοίρα του.

Σαν καλόγνωμος σκύλος που ήτανε, μας αγάπησε λίγο- λίγο. Ο Αντώνης, που τον είχε κρυφό καμάρι, τον πόνεσε. Τα βράδια τον έπαιρνε μαζί στο καμαράκι πίσω απ΄ τον καφενέ.

Αρχίσανε να πηγαίνουνε για ψάρεμα παρέα. Ο σκύλος μάζευε το σκοινί της βάρκας, ορμούσε στο νερό και έπιανε τα ψάρια που ξεφεύγανε απ΄ την απόχη, βρήκε καινούργια ζωή, ηρέμησε.

Όταν είδε ξανά το Δημήτρη, όρμηξε πάνω του με τρελή χαρά, λίγο έλειψε να τον ρίξει κάτω. Παίξανε, αγκαλιάστηκαν, είπανε τα δικά τους. Ξάπλωσε δίπλα του, κάτω απ΄ το τραπέζι, και κούναγε την ουρά σε κάθε λέξη που ακουγόταν απ΄ το στόμα του παλιού του αφεντικού. Όταν έφυγε πάλι εκείνος, το Φατσόνι τον ξεπροβόδισε. Μετά σταμάτησε, κοιτάζοντας μια εκείνον ν΄ απομακρύνεται, μια πίσω, τον καφενέ. Δίστασε λίγο, γάβγισε δυνατά μια-δυο φορές αποχαιρετώντας τον και γύρισε πίσω. Είχανε κάνει μια συμφωνία χωρίς λόγια…

Ο Δημήτρης ξανάρχισε να κατεβαίνει συχνά στον όρμο από τότε, κι οι δυο τους ξανάπιασαν τη φιλία τους. Ο σκύλος έδειχνε να καταλαβαίνει πως αν και κάποτε ήταν αχώριστοι, τώρα έπρεπε να είναι μονάχα φίλοι. Φίλοι καλοί, που βλέπονται συχνά και πάλι κάθε φορά χωρίζουνε, για να γυρίσει σπίτι του ο καθένας. Αγαπούσε τον Αντώνη, μα και το Δημήτρη δεν τον ξεχνούσε.

Το Γενάρη, όταν γεννήθηκε ο γιος τους, ο Δημήτρης ήτανε βαριά άρρωστος. Η μαρμαρόσκονη κέρδιζε τη μάχη. Φύγαν για την Αθήνα, μπήκε για λίγο στο νοσοκομείο. Δεν είχε ελπίδα. Τον Απρίλη γύρισαν στο νησί. Ο Δημήτρης εδώ ήθελε να πεθάνει. Έζησε άλλους έξι μήνες. Κατέβαινε που και που στον όρμο με τ΄ αυτοκίνητο που οδηγούσε η κυρά του, κοίταζε τη θάλασσα χαϊδεύοντας το σκύλο που καθόταν σαν άγαλμα στο πλευρό του, περίμενε το τέλος. Ήσυχα, χωρίς παράπονα, έτσι όπως είχε ζήσει τη ζωή του, την τέλειωνε…

Όταν ακούσαμε τις καμπάνες του Ταξιάρχη απ΄ το χωριό, ξέραμε ποιός είχε φύγει. Το Φατσόνι σήκωσε τ΄ αφτιά, όρθωσε την τρίχα στο φαρδύ του σβέρκο μ΄ ένα βλέμμα χαμένο, τινάχτηκε όρθιος. Ούρλιαξε με το λαιμό τεντωμένο προς τα πίσω, σα να καταριόταν τον ουρανό, σα ν΄ αποχαιρετούσε το φίλο – ποιος ξέρει. Άρχισε να τρέχει σα δαιμονισμένος για το χωριό. Ο Αντώνης τον φώναξε αλλά εκείνος δεν γύρισε ούτε να τον κοιτάξει. Όλη τη βδομάδα ήτανε ανήσυχος, πηγαινοερχότανε πάνω-κάτω και κλαψούριζε. Πάντα του είχε όρεξη γερή, άδειαζε το πιάτο του ώσπου να πεις «κύμινο», αλλά τις τελευταίες μέρες δεν είχε φάει. Πήγε μια στιγμή να τον χαϊδέψει ένας απ΄ τους ψαράδες που τον ήξερε καλά, και το Φατσόνι γρύλισε. Η πρώτη φορά που τον είδαμε αγριεμένο. Ήθελε να τον αφήσουμε ήσυχο στον πόνο του. Τον αφήσαμε.

Γύρισε την άλλη μέρα το πρωί, μ΄ ένα βλέμμα γυάλινο, σαν ξένος. Πήγε στο πίσω μέρος του καφενείου χωρίς τις συνηθισμένες του χαιρετούρες, σα να μη μας αναγνώριζε. Ξάπλωσε και έμεινε ακίνητος, σχεδόν χωρίς ανάσα, χωρίς να κοιμηθεί, με τα μάτια ανοιχτά, χωρίς να βλέπει κανέναν. Πενθούσε.

Το απόγεμα άρχισαν να κατεβαίνουνε τ΄ αυτοκίνητα για την κηδεία. Ο Δημήτρης είχε ζητήσει να τον θάψουνε στο ξωκλησάκι του Αη Νικόλα, πάνω στο βραχονήσι που έκλεινε το έμπα του όρμου στα βόρειο- ανατολικά. Ντυθήκαμε να πάμε κι εμείς.

Ο Αντώνης κλείδωνε την πόρτα, όταν σταμάτησε μπροστά στο καφενείο το αυτοκίνητο της χήρας. Βγήκε εκείνη, μαυροντυμένη, με το μωρό στην αγκαλιά, του είπε σιγανά δυο λόγια.

Το Φατσόνι που κοιτούσε απ΄ τη γωνιά του, γρύλισε υπόκωφα σα ν΄ αναγνώριζε τον εχθρό. Η γυναίκα μπήκε στ΄ αμάξι και έφυγε. Δεν ήθελε το σκύλο στην κηδεία, είπε στον Αντώνη. Θα τους αναστάτωνε όλους. Κλείσαμε την πόρτα και φύγαμε, αφήνοντας το σκύλο μέσα στο μαγαζί.

Όταν γυρίσαμε, σουρούπωνε. Το Φατσόνι ακόμα εκεί, στο βάθος της κάμαρης, ακίνητο. Ο Αντώνης τον φώναξε κοντά του. Ήρθε αργά, έκατσε δίπλα μας. Καθώς χαϊδεύαμε το φαρδύ του κεφάλι, κοίταζε ασάλευτος τη θάλασσα. Πήγε παραπέρα και ξάπλωσε, ακουμπώντας το μουσούδι στα μπροστινά του πόδια, πάνω στην άμμο.

Την άλλη μέρα στήσανε το μνήμα. Είδαμε από μακριά να ξεφορτώνουνε τα μάρμαρα, να τα κουβαλάνε πάνω στον Αη Νικόλα. Τ΄ απόγεμα ήρθε η χήρα κι οι συγγενείς, ανεβήκανε στο βράχο φορτωμένοι φρέσκα λουλούδια. Το Φατσόνι άφαντο.

Πιάσαμε το τάβλι, δεν υπήρχε πια τίποτα άλλο να κάνουμε ή να πούμε. Χτυπούσαμε τα πούλια, πίναμε στροφιλιά και μασουλούσαμε χταπόδι λιαστό, χωρίς κουβέντα. Τ΄ αυτοκίνητα φύγανε για το χωριό, το μνήμα πάνω στον Αη Νικόλα έμεινε πάλι μόνο του. Κυκλάδες, Νοέμβρης, αντηλιά. Αντίο Δημήτρη. «Αντίο, αντίο, αντίο» χτυπάγανε τα πούλια…

Τότε τον είδα να ξεπροβάλλει κάτω απ΄ τη βάρκα που ήταν αναποδογυρισμένη στην άμμο. Πρέπει νάταν ώρες εκεί, να παρακολουθούσε. Όρμησε στο κύμα κι άρχισε να ξανοίγεται ολόισια για το βραχονήσι. Κολυμπούσε δυνατά, σα θαλασσινό θεριό.

Κινήσαμε με τα πόδια να τον ακολουθήσουμε. Τον είδαμε να βγαίνει απ΄ το νερό, να τρέχει σκαρφαλώνοντας τα βράχια κατά πάνω.

Όταν φτάσαμε κοντά στο μνήμα, είδαμε δυο αγάλματα. Το ένα μαρμάρινο, λευκό, σκαλισμένο με αγάπη απ΄ το χέρι του νεκρού. Το άλλο ζωντανό, ολόμαυρο σαν το χάρο και μουσκεμένο ακόμα, καθισμένο δίπλα στο πρώτο, ασάλευτο. Μόνο η ανάσα του έδειχνε πως ήταν ζωντανός. Δε μας κοίταξε. Δεν πλησιάσαμε κι εμείς. Έτσι απαντήθηκε η βουβή απορία μας, τι νά ΄χε φτιάξει άραγε ο τεχνίτης για το δικό του μνήμα. Τη μορφή του σκύλου του είχε σκαλίσει στο μάρμαρο, για να τον συντροφεύσει για πάντα και μετά το θάνατο.

Μείναμε ώρα πολλή πάνω στον Αη Νικόλα. Ο σκύλος δεν κουνήθηκε. Φύγαμε με βαριά ψυχή. Μέρες τον περιμέναμε νά ΄ρθει, ελπίζαμε, αν και ξέραμε πως δε θα ΄ρχόταν. Σκεφτήκαμε να τον πάρουμε με τη βία από ΄κει, αλλά ντραπήκαμε για τη σκέψη. Τώρα πια κανένας δεν μπορούσε να τους χωρίσει…

Μέρες έμειναν δυο τ΄ αγάλματα στο μνήμα ΄πα στον Αη Νικόλα. Κανείς δεν τόλμησε να πλησιάσει. Κάποιοι κοίταξαν με τα κιάλια, είδανε δίπλα- δίπλα τα σκυλιά, ολόιδια σε μορφή και στάση, το ζωντανό και το άψυχο. Ήλιος, αέρας, σιωπή. Κυκλάδες. Οι φραγκοσυκιές τρυπούσανε το φως με την αγκαθωτή σκιά τους. Ελπίζαμε πως η πείνα θα τον νικούσε. Γελαστήκαμε. Το Φατσόνι δε γύρισε στους ζωντανούς. Ακολούθησε ως το τέλος την καρδιά του. Μετά από καιρό απόμεινε ένα μοναχικό σκυλί, άψυχο, ακίνητο, πιστό, να φυλάει το μνήμα του Δημήτρη στον Αη Νικόλα…

Ο Αντώνης πήγε μόνος, έθαψε τ΄ απομεινάρια δίπλα στο μνήμα. Γυρνώντας, δε μου μίλησε. Έκατσε μπρος στη θάλασσα κι έκλαψε βουβά. Έκλαιγε για ένα φίλο, και για ένα σκύλο που ποτέ δεν ήτανε ολότελα δικός του.

Εκείνο ήταν το τελευταίο καλοκαίρι που πήγα στο νησί. Είδα τον Αντώνη χρόνια αργότερα. Μου ΄πε πως όλα είχαν αλλάξει. Πιο πολλοί οι Γερμανοί τώρα απ΄ τους ντόπιους. Είχε πουλήσει τον καφενέ, είχε ανοίξει καφετέρια στη Χώρα. Είχε ένα σκύλο μαύρο, είπε, ένα μπάσταρδο Λάμπραντορ. Δεν τον ερώτησα. Ήξερα πως δε γινότανε ποτέ κι αυτός να ξεχάσει το Δημήτρη, ούτε το Φατσόνι. Αντίο, αντίο, αντίο παλιές αγάπες. Κυκλάδες. Αντηλιά.

Λυδία